Τις δύο τελευταίες δεκαετίες διεξάγεται μια έντονη συζήτηση γύρω από τη μεγάλη σημασία της φωνημικής / φωνολογικής ενημερότητας (phonemic / phonological awareness) και τη συμβολή της στην αναγνωστική επίδοση και την εν γένει γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. Πρόσφατες έρευνες σε όλο τον κόσμο έχουν καταδείξει ότι η απόκτηση της φωνημικής ενημερότητας είναι ένας πολύ υψηλός δείκτης για την επιτυχή εκμάθηση της ανάγνωσης, ειδικά στην πρόγνωση της επιτυχούς εκμάθησης της αποκωδικοποίησης, που συνεπάγεται η ανάγνωση. Το ζήτημα της σύνδεσης μεταξύ της γλωσσικής ή επικοινωνιακής ικανότητας και της κοινωνικής προέλευσης των παιδιών αποτελεί έναν κοινό τόπο συνάντησης της επιστημονικής κοινότητας τόσο σε επίπεδο θεωρητικών αναζητήσεων όσο και σε επίπεδο βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Ειδικότερα η αναζήτηση των συνεκτικών δομών μεταξύ κοινωνικής προέλευσης – γλωσσικής (επικοινωνιακής) ικανότητας – σχολικής «επίδοσης» αποτέλεσε βασικό πεδίο συζήτησης μεταξύ των κοινωνιολόγων και γλωσσολόγων από τη δεκαετία του 1960. Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι να διερευνήσει το επίπεδο φωνημικής ενημερότητας παιδιών 4-6 ετών, τα οποία μεγαλώνουν σε διαφορετικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Ιδιαίτερα εστιάζεται στη σχέση του επιπέδου γραμματισμού της οικογένειας και των επιδόσεων των παιδιών σε ασκήσεις που ελέγχουν την φωνολογική τους δεξιότητα.
Κυρίδης Α. & Ντίνας Κ. 2004. Περί ερευνών και δημοσιεύσεων ή ο κύκλος των χαμένων συγγραφέων και επιστημονικών φιλοδοξιών. Σύγχρονη Εκπαίδευση
Στο άρθρο αυτό συζητείται το θέμα των σχέσεων των επιστημόνων-παραγωγών των επιστημονικών ανακοινώσεων και έργων και των επιστημονικών περιοδικών που τα φιλοξενούν. Όταν μια επιστημονική εργασία ακολουθώντας τη συνήθη πορεία (υποβολή – αξιολόγηση – δημοσίευση) κλείνει τον κύκλο της, έχει καλώς· όταν όμως η εργασία αυτή προσελκύει και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, προκύπτουν κάποιες δυσανεξίες, οι οποίες συζητιούνται στη συνέχεια, που οφείλονται στη μη τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Ντίνας, Κ. 2004. Βαλκανικός γλωσσικός συνασπισμός. Πρακτικά ημερίδας για τη γλωσσική πολυμορφία στη Ευρώπη.
Το κείμενο αυτό αποτελεί μια περίληψη της ανακοίνωσης που έγινε στην ημερίδα με θέμα: “Γλωσσική πολυμορφία στην Ευρώπη”. Στην αρχή δίνονται κάποια γλωσσογεωγραφικά δεδομένα που αφορούν τον βαλκανικό χώρο και στη συνέχεια επιχειρείται μια ιστορική διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Σημαντικότεροι σταθμοί της: α. Οι αρχαίες γλώσσες της Βαλκανικής (η ελληνική, η ιλλυρική, η θρακική), β. Ο ερχομός της λατινικής μέσω των ρωμαϊκών λεγεώνων και οι επιπτώσεις της (λατινικές επιδράσεις σε όλες τις ομιλούμενες γλώσσες και συμβολή στη δημιουργία νέων γλωσσών, π.χ. της ρουμανικής), γ. Η κάθοδος των Σλάβων στα Βαλκάνια και η δημιουργία των νότιων σλαβικών γλωσσών (σερβικής, βουλγαρικής κ.λπ.) καθώς και οι επιπτώσεις στις υπάρχουσες στη Βαλκανική γλώσσες, και δ. Η έλευση της τουρκικής γλώσσας με την οθωμανική κατάκτηση και οι επιδράσεις που άσκησε στις βαλκανικές γλώσσες. Η μακραίωνη συνύπαρξη τόσο διαφορετικών μεταξύ τους γλωσσών σε έναν ομοιογενή πολιτικώς χώρο για πολλές εκατοντάδες (ρωμαϊκή, βυζαντινή, οθωμανική αυτοκρατορίες) είχε ως συνέπεια τη δημιουργία του βαλκανικού “γλωσσικού συνασπισμού”, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου παρατίθενται στο τέλος της ανακοίνωσης.
Αρσένης, Κ., Τσίτσιλα, Α., Χόμπορλου, Μ., Ντίνας, Κ. 2004. Η Διδασκαλία της Γλώσσας στα Προγράμματα Σπουδών του 2003-2004 των Παιδαγωγικών Τμημάτων των Δασκάλων και των Νηπιαγωγών. Σύγχρονη Εκπαίδευση 137, σσ. 101-115
Το επίπεδο της πανεπιστημιακής κατάρτισης των εκπαιδευτικών και το περιεχόμενο του Προγράμματος Σπουδών τους προκαλεί πάντοτε έντονες συζητήσεις και προβληματισμό σε όσους ασχολούνται με το θέμα. Οι αλλαγές που συντελούνται στα Αναλυτικά Προγράμματα των σχολικών βαθμίδων τις οποίες αυτοί καλούνται να υπηρετήσουν έχουν τον αντίκτυπό τους στη γενικότερη φιλοσοφία, τις αρχές αλλά και τα ειδικότερα γνωστικά αντικείμενα στα οποία καλούνται να καταρτιστούν οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί.
Απ’ την άλλη μεριά ο σχεδιασμός και η εφαρμογή Αναλυτικών Προγραμμάτων στα σχολεία της πρώτης και δεύτερης βαθμίδας της εκπαίδευσης αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της Πολιτείας, ενώ τα τριτοβάθμια Πανεπιστημιακά Τμήματα τα οποία προετοιμάζουν εκπαιδευτικούς, ως ανεξάρτητα και πλήρως αυτοδιοικούμενα, έχουν την ευχέρεια να εκπονούν το καθένα το δικό του Πρόγραμμα Σπουδών, στο οποίο αντανακλώνται οι απόψεις των μελών ΔΕΠ τους για τη θέση και το ρόλο του σχολείου στην κοινωνία, για τους εκπαιδευτικούς και την εκπαίδευσή τους, καθώς και για τη θέση και το ρόλο των εκπαιδευτικών στο σχολείο.
Η γλώσσα αποτέλεσε και αποτελεί τη βασικότερη γνωστική περιοχή από αυτές που καλλιεργούνται στις δύο υποχρεωτικές βαθμίδες της εκπαίδευσης. Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι όλα τα Παιδαγωγικά Τμήματα της χώρας θα είχαν περιλάβει σε κεντρική θέση στα Προγράμματά τους γνωστικά αντικείμενα της Ελληνικής Γλώσσας, της Γλωσσολογίας και της Διδακτικής της Γλώσσας επιχειρήσαμε την καταγραφή αλλά και τη συγκριτική παρουσίαση όλων αυτών των μαθημάτων θέλοντας να δώσουμε σε κάθε ενδιαφερόμενο την ευκαιρία μέσα από τη συγκριτική τους παρουσίαση να εξαγάγει τα συμπεράσματά του για τον τρόπο που τα Παιδαγωγικά Τμήματα δασκάλων και νηπιαγωγών αντιμετωπίζουν το θέμα της κατάρτισης των φοιτητών τους στον τομέα αυτόν.
Ντίνας, Κ. 2004. Γραμματισμός – Πολυγραμματισμοί και διαπολιτισμική γλωσσική διδασκαλία. Στο: Γεωργογιάννης, Π. (επιμ.) Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο. Πάτρα: Κέντρο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, σσ. 193-206
Το ζήτημα της ισότητας ευκαιριών στην εκπαίδευση είναι ένα θέμα το οποίο δεν έχει λείψει ποτέ από τη θεματολογία της επιστημονικής συζήτησης και της εκπαιδευτικής έρευνας Στις μέρες μας, όμως, το ζήτημα αυτό επανέρχεται σε διαφορετική βάση, με διαφορετικές επιστημολογικές οριοθετήσεις και νέες παραμέτρους, αφού στην ταξική πολυδιάσπαση και ετερότητα των κοινωνικών σχηματισμών προστέθηκε και η εθνολογική, φυλετική, θρησκευτική, εν τέλει πολιτισμική, η οποία προέκυψε κυρίως μετά τις πολύ σημαντικές πληθυσμιακές μετακινήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Στο νέο διεθνές περιβάλλον αλλά όλο και πιο πολύ τελευταία και στη χώρα μας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπισθεί αυτή η πολυ-πολιτισμική πραγματικότητα μέσω της δια-πολιτισμικότητας και συνεπακόλουθα μέσω της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, η οποία αποβλέπει στο να ευαισθητοποιηθούν οι μαθητές απέναντι στις «άλλες» κοινωνικές ομάδες. Στην οικοδόμηση ενός προγράμματος διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σημαντική θέση κατέχει ασφαλώς η γλωσσική διδασκαλία κι αυτή με τη σειρά της έχει επηρεαστεί σημαντικά από το κίνημα του γραμματισμού (literacy) και των πολυγραμματισμών (multiliteracies).
Στην ανακοίνωση αυτή προτείνονται στρατηγικές για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού διαπολιτισμικού προγράμματος γλωσσικής διδασκαλίας.
Γραμματισμός – Πολυγραμματισμοί και διαπολιτισμική γλωσσική διδασκαλία
Κασκαμανίδης, Γ. & Ντίνας, Κ. 2004. Γλωσσική «ανακύκλωση»; Η παιδαγωγική και διδακτική αξιοποίηση των νεοελληνικών διαλέκτων. Η περίπτωση της ποντιακής. Γλώσσα 58, σσ. 7-25
Η ετερότητα, αναμφισβήτητη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, αμφισβητήθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και επιχειρήθηκε να αμβλυνθεί με τη δημιουργία ομογενοποιημένων εθνικών κρατών (ένα έθνος, ένα κράτος, μια γλώσσα, ένας πολιτισμός κ.λπ.). Στις συνθήκες, όμως, που διαμορφώνονται τις τελευταίες δεκαετίες προωθείται μια νέα υπερεθνική πραγματικότητα με ένα νέο «ήθος επικοινωνίας» όπου η πολυμορφία αντιπροσωπεύει και πάλι μια πρόκληση. Διατηρείται και ενθαρρύνεται η ετερότητα και η πολυμορφία –συμπεριλαμβανομένης και της γλωσσικής– και τονίζεται το δικαίωμα στη διαφορά. Τελευταία μάλιστα αναπτύσσεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις «απειλούμενες», «λιγότερο διαδεδομένες», «λιγότερο ομιλούμενες», «ασθενείς», «κυριαρχούμενες», «μειονοτικές», «αυτόχθονες» γλώσσες, «γλώσσες κληρονομιάς», κ.λπ. Λαμβάνοντας υπόψη μας όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω πιστεύουμε ότι τα προγράμματα σπουδών γλωσσικής διδασκαλίας δεν πρέπει να στοχεύουν πλέον απλώς και μόνο σε γλωσσικούς στόχους, αλλά είναι ανάγκη, ενσωματώνοντας τη μελέτη και διδακτική αξιοποίηση και γλωσσικών τοπικών διαφοροποιήσεων, σε εθνικό πια επίπεδο (π.χ. των διαλέκτων ή ιδιωμάτων), να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων των μαθητών και να ανταποκρίνονται στις σημερινές αλλά κυρίως στις υπό διαμόρφωση συνθήκες. Ως παράδειγμα τέτοιας διαλέκτου στην παρούσα εργασία επιλέγεται η ποντιακή.
Ντίνας, Κ. 2004. H βλαχοφωνία στο νομό Φλώρινας: ένα βήμα πριν την εξαφάνιση; Μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση. Στο: Πρακτικά Συνεδρίου «Φλώρινα 1912-2002: Ιστορία και Πολιτισμός» της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας και του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών, σσ. 355-381
Η παρουσία των Ρωμαίων στον βαλκανικό χώρο χρονολογείται από την εποχή των ιλλυρικών και μακεδονικών πολέμων (3ος αι. π.Χ. – 2ος αι. μ.Χ.). Μαζί με τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις εισχωρεί στα Βαλκάνια και η λατινική γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται από ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων που συντίθεται από στρατιωτικούς, ρωμαίους και ντόπιους, και από ποικίλης εθνικής και γλωσσικής ταυτότητας κατοίκους της αυτοκρατορίας, όλους ρωμαίους πολίτες μετά το διάταγμα του Καρακάλλα. Το πιο εμφανές αποτέλεσμα αυτής της λατινοφωνίας στον σημερινό ελλαδικό χώρο είναι η διατήρηση ως τις μέρες μας λίγων και μικρών λατινόφωνων νησίδων, που αποτελούν τους βλαχόφωνους Έλληνες.
Μετά την πρώτη αναφορά του βυζαντινού χρονογράφου Kεδρηνού (976 μ.X.) στους Βλάχους, οι πληροφορίες πληθαίνουν πολλαπλασιάζοντας και τις γνώσεις μας γι αυτούς. Κατά τα πρώτα χρόνια της Tουρκοκρατίας οι Bλάχοι είναι εγκατεστημένοι στις ευρύτερες περιοχές της Hπείρου, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Mακεδονίας. Bασική –αλλά όχι μοναδική– παραδοσιακή ασχολία των Bλάχων υπήρξε η αιγοπροβατοτροφία, η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μέσα στην ευρεία κρατική ενότητα του απέραντου οθωμανικού κράτους. Aπό τον κτηνοτροφικό κόσμο πήγασε και αναπτύχθηκε μια αρκετά πολυπληθής αστική τάξη, πάνω στην οποία βασίστηκε ο θεσμός των ελληνοβλαχικών κοινοτήτων την περίοδο της Tουρκοκρατίας, και ο αγωγιατισμός (καραβαναριό), ένας σπουδαίος οικονομικός θεσμός με πολύ σημαντικές πολιτιστικές και εθνικές συνέπειες.
Xαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων αστικών βλαχόφωνων χωριών αποτελούν τα τρία σπουδαία βλαχοχώρια της Δυτικής Mακεδονίας, το Nυμφαίο (Nέβεσκα), η Kλεισούρα και το Πισοδέρι. Tα δυο πρώτα δεσπόζουν του δρόμου που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη μέσω Aμυνταίου στην Kαστοριά και την περιοχή της Oρεστίδας· το Πισοδέρι ελέγχει απόλυτα το μεγάλης στρατηγικής σημασίας στενό πέρασμα της Bίγλας, που οδηγεί στο δρόμο για την Aλβανία. H σημαντική αυτή θέση των τριών παραπάνω χωριών προσέδωσε κατά το παρελθόν σ’ αυτά μιαν εξέχουσα στρατιωτική και εμπορική σημασία.
Tις τελευταίες δεκαετίες η βλαχοφωνία σε όλο τον ελλαδικό χώρο για πολύ συγκεκριμένους και γνωστούς λόγους παρουσιάζει σημαντική συρρίκνωση με τάσεις εξαφάνισης. Στην ανακοίνωση αυτή ερευνάται με κοινωνιογλωσσολογικά κυρίως κριτήρια η κατάσταση της βλαχοφωνίας στις δύο αντιπροσωπευτικές κουτσοβλαχικές κοινότητες του νομού Φλώρινας, το Νυμφαίο και το Πισοδέρι.
Ντίνας, Κ. 2004. Η γλωσσική – κοινωνική ετερότητα και η ονοματολογία: μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση των κοζανίτικων επωνύμων. Συμμετοχή στο συλλογικό τόμο: Κυρίδης Α & Ανδρέου Α. (επιμ.) Όψεις της ετερότητας. Αθήνα: Gutenberg
Η ετερότητα είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες και τις διατρέχει και συγχρονικά αλλά και στη διαχρονική τους διάσταση. Η ετερότητα καθρεφτίζεται σε κάθε πτυχή τής συλλογικής κοινωνικής έκφρασης, με θαυμαστό μάλιστα τρόπο στη γλώσσα, η οποία φέρνει μαζί της ένα μεγάλο φορτίο ιστορικών και άλλων πληροφοριών.
Από τα πιο φορτισμένα πληροφοριακώς στοιχεία τής γλώσσας είναι τα κάθε είδους ονόματα που δίνουν οι άνθρωποι σε τόπους, αντικείμενα και καταστάσεις αλλά και στους συνανθρώπους τους. Τα επώνυμα κυρίως μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τους διαφορετικούς τόπους από τους κατάγονται οι άνθρωποι, τις διαφορετικές γλώσσες που μιλούσαν, τα διαφορετικά επαγγέλματα που ασκούσαν, τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκαν, τα διαφορετικά σωματικά και ψυχικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι στα επώνυμα αντανακλάται η πολλαπλή ετερότητα που χαρακτηρίζει μια κοινωνία ανθρώπων.
Στην ανακοίνωση αυτή διερευνάται μέσα από τη μελέτη των κοζανίτικων επωνύμων της περιόδου 1759-1916 η ετερότητα που αυτά κρυπτογραφούν.
Κατσάνης, Ν. & Ντίνας, Κ. 2004. Tα γλωσσικά ιδιώματα της περιοχής Kοζάνης–Γρεβενών. Στο: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Γρεβενών: Κοζάνη και Γρεβενά· Ο χώρος και οι άνθρωποι. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 433-437
H περιοχή Kοζάνης – Γρεβενών παρουσιάζει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον για πολλούς λόγους, κυρίως όμως επειδή αποτελεί το σύνορο των συμπαγών νεοελληνικών ιδιωμάτων και της «γλωσσικής μεταβατικής περιοχής», μιας περιοχής που φτάνει μέχρι τα Σκόπια, ένθεν και ένθεν της οποίας έχουμε αμιγείς γλωσσικές περιοχές, ελληνόφωνη και σλαβόφωνη, ενώ στο εσωτερικό της, σε γειτονία και διάσπαρτες, συναντούμε ετερόκλητες γλωσσικές ομάδες: ελληνόφωνες, σλαβόφωνες, βλαχόφωνες και αλβανόφωνες με επικρατέστερες στο νότο τις ελληνόφωνες και στο βορρά τις σλαβόφωνες. Στο άρθρο αυτό, που αποτελεί συμβολή στον συλλογικό τόμο που προέκυψε από συνεργασία σαράντα και πλέον ειδικών επιστημόνων και αφορά την ιστορία της περιοχής Κοζάνης – Γρεβενών, προσπαθούμε να καταγράψουμε τα σημαντικότερα γνωρίσματα των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων της περιοχής, τα οποία ανήκουν στη μεγάλη οικογένεια των βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων.