Η διδασκαλία του γραπτού λόγου (ως ανάγνωση και γραφή) αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας στα πλαίσια του επίσημου εκπαιδευτικού μηχανισμού και εν προκειμένω του Δημοτικού Σχολείου. Μάλιστα τα πιο «ισχυρά» είδη του γραπτού λόγου, που έχουν να κάνουν με την άσκηση κοινωνικο-πολιτιστικής εξουσίας, είναι αναγκαίο να διδάσκονται άμεσα στα παιδιά, καθώς για τα περισσότερα είναι έξω από τον κύκλο των άμεσων εμπειριών τους. Η γνωριμία και η εξοικείωση με μια ποικιλία κειμενικών ειδών ή ειδών λόγου, όπως τα πραγματολογικά και τα χρηστικά είδη ή η επιστημονική και η νομική γλώσσα, την αξία των οποίων ανέδειξε πρόσφατα η κειμενογλωσσολογία, συμβάλλει αφενός στην επαγγελματική κοινωνικοποίηση του ατόμου και αφετέρου του παρέχει πρόσβαση στην κοινωνική ιεραρχία. Αντίθετα, η αδυναμία χρήσης ορισμένων μορφών λόγου οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με πρόσχημα τη γλώσσα.
Οι συντάκτες του Διαθεματικού Ενιαίου Πλαίσιου Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και του Αναλυτικού Πρόγραμματος Σπουδών (ΑΠΣ) της Ελληνικής Γλώσσας έλαβαν ιδιαίτερη πρόνοια για τη διδασκαλία του γραπτού λόγου και ειδικότερα για την παραγωγή του γραπτού λόγου, που μας απασχολεί στην παρούσα έρευνα, στο κεφάλαιο με τίτλο: «Γ. Γραπτός λόγος – Γραφή και παραγωγή γραπτού λόγου» (ΦΕΚ 303, 2003, σσ. 3757-3760). Παράλληλα, στο κεφάλαιο της διδακτικής μεθοδολογίας του ΑΠΣ (ΦΕΚ 303, 2003, σ. 3773) δίνουν σαφέστερες οδηγίες για τον τρόπο «σύνθεσης γραπτού κειμένου». Τα προγράμματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση της συγγραφής των νέων εγχειριδίων για τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στο Δημοτικό Σχολείο, καθώς τα διδακτικά εγχειρίδια στη χώρα μας πρέπει να γράφονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές των εκάστοτε ΑΠΣ. Με άλλα λόγια, τα βιβλία πρέπει να «μεταφράζουν» με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια σε διδακτέα ύλη τούς σκοπούς και στόχους που περιγράφονται στα αναλυτικά προγράμματα και, συνεπώς, αυτό πρέπει να είναι και το κυριότερο κριτήριο για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους. Ωστόσο, είναι ερευνητέο το εάν η παραγωγή γραπτού λόγου στα νέα διδακτικά βιβλία ακολούθησε τις προδιαγραφές του ΑΠΣ, ιδιαίτερα αν ανατρέξουμε στα ευρήματα ερευνών που έγιναν στα παλιά γλωσσικά εγχειρίδια και απέδειξαν ότι μόνο αυτονόητη δεν είναι η συμμόρφωση των βιβλίων προς τα εκάστοτε αναλυτικά προγράμματα που υλοποιούν και, αφετέρου, από τις αντιφατικές κρίσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα για την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά των νέων βιβλίων.
Ο σκοπός της έρευνάς μας ήταν, λοιπόν, να μελετήσει το πώς και κατά πόσο τα νέα βιβλία γλώσσας συμβάλλουν στην επίτευξη του βασικού σκοπού της διδασκαλίας στις τέσσερις μεγαλύτερες του δημοτικού σχολείου που είναι: «Η ανάπτυξη της ικανότητας του παιδιού να επικοινωνεί γραπτά με ακρίβεια και αποτελεσματικότητα χρησιμοποιώντας τη μορφή και το ύφος που αρμόζει σε κάθε περίσταση επικοινωνίας» (ΦΕΚ 303, 2003, σσ. 3758-59).
Επιμέρους στόχοι της έρευνας ήταν να καταγράψουμε: (α) ποια και πόσα κειμενικά είδη καλούνται να παράγουν οι μαθητές σε κάθε τάξη· (β) τις περιστάσεις επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, δίαυλος, σκοπός, χρόνος και τόπος) μέσα στις οποίες λαμβάνει η παραγωγή γραπτού λόγου· (γ) τη διαδικασία παραγωγής γραπτού λόγου (προσυγγραφικό, συγγραφικό, μετασυγγραφικό στάδιο)· (δ) το πώς εργάζονται οι μαθητές (ατομικά, ομαδικά, σε ζεύγη) κατά την παραγωγή και αξιολόγηση του γραπτού τους λόγου, και (ε) τις διαφορές στην παραγωγή γραπτού λόγου από τάξη σε τάξη σύμφωνα με τους παραπάνω στόχους, ώστε να διαπιστώσουμε το πόσο «ενιαία» είναι η διδασκαλία της παραγωγής γραπτού λόγου από τάξη σε τάξη.
Ηλεκτρονική έκδοση (ανάκτηση: 4/1/2015)