Το περιεχόμενο, η δομή και ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα επιμέρους στοιχεία ενός γλωσσικού Προγράμματος Σπουδών έχουν άμεση σχέση με τις θεωρίες για τη γλώσσα και την εκμάθησή της, καθώς και με τις εκπαιδευτικές αξίες στις οποίες στηρίζονται αυτοί που το συντάσσουν και το εισηγούνται. Με την έννοια αυτή το Πρόγραμμα Σπουδών αποτελεί έκφραση του διαφορετικού κάθε φορά παιδαγωγικού λόγου, πολιτισμικά όμως και ιδεολογικά προσδιορισμένου Στη λογική του προγράμματος σπουδών κατά κανόνα εντάσσονται τα εγχειρίδια γλωσσικής διδασκαλίας, επομένως και οι γλωσσικές ασκήσεις που τα βιβλία αυτά περιλαμβάνουν. Οι ασκήσεις αυτές αποτελούν αφενός εργαλεία δουλειάς που καλούνται να υποστηρίξουν τους διδάσκοντες στην υλοποίηση των στόχων του εκάστοτε Προγράμματος Σπουδών κι αφετέρου εργαλεία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου· ως τέτοια βοηθούν στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η προβληματική γύρω από τις γλωσσικές ασκήσεις και το ρόλο τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, την αξιολόγηση του μαθητή και κατ’ επέκταση την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου μέσα από αυτές, τη μεθοδολογία και τους τύπους τους, είναι ενδιαφέροντα, πολυσυζητημένα και πολλές φορές ακανθώδη ζητήματα, ξεφεύγουν όμως από τους στόχους της δικής μας ανακοίνωσης. Στην εργασία αυτή η συγγραφική ομάδα ασχολείται με τις γλωσσικές ασκήσεις των βιβλίων «Η γλώσσα μου» για το Δημοτικό σχολείο και πιο συγκεκριμένα με τις μεταβολές που επήλθαν σ’ αυτές μετά τις «Συμπληρωματικές Οδηγίες» (Υπ.Ε.Π.Θ. & Π.Ι. 2001) που εκδόθηκαν το 2000 από το Υπουργείο Παιδείας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.
Αρχική » Συλλογικοί τόμοι (Σελίδα 4)
Αρχείο κατηγορίας Συλλογικοί τόμοι
Ντίνας, Κ. 2003. Γλώσσα ή διάλεκτος; Iδού το ερώτημα. Αναδημοσίευση άρθρου στον συλλογικό τόμο Raznotchetenijata na teksta, Jubileen zbornhik na prof. d-r Kiril Topalov. Sofia: Πανεπιστημιακό Τυπογραφείο «Sv. Kliment Ohridski».
Στο άρθρο αυτό αντιμετωπίζεται το θέμα της φυσιογνωμίας του γλωσσικού ιδιώματος που μιλιέται στο κράτος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Mακεδονίας και της σχέσης του με τη βουλγαρική γλώσσα· την αφορμή γι’ αυτό έδωσε μια αυτοβιογραφία του Γρηγορίου Σταυρίδη (Γκριγκόρ Παρλίτσεφ), η οποία εκδόθηκε και στη Bουλγαρία (στα βουλγαρικά) και στα Σκόπια (στα «μακεδονικά»). Mετά από μια ιστορική παρέκβαση, που αφορά τα ιστορικά στοιχεία της καθόδου των Σλάβων στην περιοχή και τη συζήτηση γύρω από τη «μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων, παρουσιάζεται το πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας σε τρίστηλη αντιπαραβολή: βουλγαρικό, «μακεδονικό» κείμενο, ελληνική μετάφραση. Aκολουθεί η συγκριτική – αντιπαραθετική εξέταση των δύο κειμένων σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα: φωνητική-φωνολογία, μορφολογία, λεξιλόγιο, φρασεολογία. Προηγείται μια συζήτηση γύρω από τους γραφηματικού τύπου νεωτερισμούς στο κυριλλικό αλφάβητο που επιχειρήθηκαν από τους Σκοπιανούς, οι οποίοι οδήγησαν σε αρκετές «οπτικές» διαφορές μεταξύ των δύο κειμένων. Tο συμπέρασμα τελικά που προκύπτει από τη γλωσσολογική συνεξέταση των δύο αυτών κειμένων είναι ότι δεν πρόκειται για κείμενα γραμμένα σε δύο διαφορετικές γλώσσες· επομένως η «Mακεδονική» βασίμως μπορεί να θεωρείται διάλεκτος της Bουλγαρικής.
Ντίνας, Κ., Kυρίδης, Α., Τσακιρίδου, Ε., Δρόσος, Β., Xατζηγεωργίου, Β. 2003. Η φριτέζα και η κάμερα ή αλλιώς η πατατιέρα και η μικρή κρεβατοκάμερα. Oι ονομασίες τεχνολογικών προϊόντων και η πρόσληψή τους από τα ελληνόπουλα. Στο: Ντίνας, Κ. (επιμ). Η γλώσσα και η διδασκαλία της. Βιβλιολογείον, σσ. 73-87
Όλοι συχνά αναρωτιόμαστε για το λόγο που ώθησε τους ανθρώπους να δώσουν τα διάφορα ονόματα σε πρόσωπα και πράγματα. Εντυπωσιακό είναι και το πόσο κεντρίζονται τα παιδιά στο να ανιχνεύουν τις σημασίες των ονομάτων, ένα ενδιαφέρον που εμφανίζεται από πολύ μικρή κιόλας ηλικία και εκδηλώνεται με κάθε είδους λεκτικά παιχνίδια. Η γλωσσολογία νωρίς ενδιαφέρθηκε για την επιστημονική έρευνα των διαφόρων ονομάτων που δίνονται από τους ανθρώπους και δημιούργησε αυτοτελή επιστημονικό κλάδο μελέτης τους, την Oνομαστική ή Oνοματολογία.
Είναι προφανές ότι στη σύγχρονη κοινωνία είναι μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη η παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Ιδιαίτερα τα τελευταία έχουν εισαχθεί και στην ελληνική γλώσσα χρόνια πολλές λέξεις –κυρίως αγγλικές– που ονομάζουν διάφορα τέτοια προϊόντα τα οποία έχουν κατακλύσει και την ελληνική αγορά. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα προκύπτουν κάποια αξιοπρόσεκτα ερωτήματα: Τα μηνύματα αυτά που στέλνουν τα ονόματα αυτών των τεχνολογικών προϊόντων προσλαμβάνονται από όλους; Και, αν ναι, σε ποιο βαθμό; Κι αν δεν καταλαβαίνουν όλοι το όνομα ενός τεχνολογικού προϊόντος, το προσλαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο και αντιλαμβάνονται με την ίδια ευκολία και στον ίδιο βαθμό τη λειτουργία και τη χρησιμότητά του; Κι αν δε συμβαίνει αυτό, μπορούμε και πρέπει να πάρουμε κάποια εκπαιδευτικά μέτρα, ώστε να μη μειονεκτούν όσοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην απαίτηση αυτής της κατανόησης; Και πότε ενδείκνυται να γίνει αυτό;
Αυτές ήταν οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που οδήγησαν τη συγγραφική ομάδα στη διερεύνηση της εξής απορίας: η σύγχρονη τεχνολογία «μιλάει» στα ελληνόπουλα; Καταλαβαίνουν τα παιδιά, οι μαθητές του δημοτικού σχολείου, τα ονόματα των προϊόντων που τόσο ευρέως χρησιμοποιούνται και από τα ίδια αλλά και στο περιβάλλον τους ή τι νομίζουν ότι σημαίνουν; Με την ανακοίνωσή μας αυτή δε σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα μιας έρευνας με σκοπό να λύσουμε το πρόβλημα. Χρησιμοποιούμε με αρκετή επιφύλαξη τα ευρήματα φιλοδοξώντας να θέσουμε απλώς το ζήτημα για προβληματισμό και διερεύνηση της σκοπιμότητας αλλά και της δυνατότητας για ανάληψη κάποιων ερευνητικών και εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών, είτε στο πλαίσιο του γλωσσικού μαθήματος είτε σε μια διαθεματική προσέγγιση στα πλαίσια του τεχνολογικού και του κοινωνικού γραμματισμού.
Ντίνας, Κ. 2001. Συμμετοχή στη διημερίδα για τα Βλάχικα. Στο: Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (επιμ.) Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια: 71-139
Η συζήτηση γύρω από τις λιγότερο διαδεδομένες ή μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα άρχισα δειλά-δειλά να διεξάγεται τα τελευταία χρόνια. Για λόγους ιστορικά εξηγήσιμους η κυρίαρχη ιδεολογία αντιμετωπίζει την ύπαρξή τους με καχυποψία. Το γεγονός πάντως είναι ότι στην Ελλάδα εκτός από την επίσημη και κυρίαρχη ελληνική γλώσσα μιλιούνται και άλλες γλώσσες: αρβανίτικα, βλάχικα, γλώσσες της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας. Το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων απολιτικοποιώντας το θέμα από «εθνικά ζητήματα» οργάνωσε διήμερα συνέδρια για κάθε γλώσσα χωριστά φέρνοντας σε επαφή ερευνητές και ομιλητές των γλωσσών αυτών για να συζητήσουν θέματα όπως: α. Γεωγραφικά, δημογραφικά και ιστορικά στοιχεία (παλιές και νέες εγκαταστάσεις, δημογραφική κατάσταση, μητροπόλεις και διασπορά, ιστορικά στοιχεία για τη χρήση της γλώσσας, στάση διοικητικών αρχών απέναντι στις γλώσσες αυτές), β. Κατάσταση και χρήση της γλώσσας σήμερα (πεδία χρήσης της, βαθμός γνώσης της και γλωσσική επάρκεια των ομιλητών, πηγές της γλώσσας), γ. Η στάση των ομιλητών (διγλωσσία και συνύπαρξη με τις άλλες γλώσσες, σχέσεις με την επίσημη ή συγγενή γλώσσα, προοπτικές, αντιλήψεις και προβλήματα της γλωσσικής συνέχειας), και δ. Καταληκτικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Η προσωπική συμβολή συνίσταται στη συμμετοχή στη διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα (5-7 Ιουνίου 1998) και αφορούσε τα βλάχικα του ελληνικού χώρου. Τα πρακτικά αυτής της διημερίδας και οι συζητήσεις που διεξήχθησαν περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο.
Δρόσος, Β., Κυρίδης, Α. & Σουλιώτης, Μ. (επιμ.) 2001. Δραστηριότητες γνωριμίας με το βιβλίο και τη βιβλιοθήκη. Αθήνα: Βιβλιολογείον. Συμμετοχή στο συλλογικό αυτό τόμο με μια: Δραστηριότητα Εξοικείωσης με τη Χρήση του Λεξικού, σσ. 26-27
Στον συλλογικό τόμο αυτό περιλαμβάνονται δραστηριότητες γνωριμίας του παιδιού με το βιβλίο και τη βιβλιοθήκη. Η μικρή προσωπική συμμετοχή αφορά μια δραστηριότητα εξοικείωσης του μικρού μαθητή με το λεξικό.