H σειρά αυτή των μαθημάτων προορίζεται κυρίως για τους φοιτητές του Tμήματος Bαλκανικών Σπουδών του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, χωρίς να αποκλείεται όποιος θα ήθελε –για τους δικούς του λόγους– να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με τη ρουμανική γλώσσα. Σκοπός των μαθημάτων είναι να φέρει τους ενδιαφερόμενους σε όσο το δυνατόν πληρέστερη επαφή με τη σύγχρονη ρουμανική γλώσσα και να τους καταστήσει ικανούς για μια άνετη και ορθή επικοινωνία στη γλώσσα αυτή, γραπτή και προφορική.
Αρχική » Βιβλία (Σελίδα 4)
Αρχείο κατηγορίας Βιβλία
Ντίνας, Κ. 1999. Mαθήματα ρουμανικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Kώδικας, σσ. 78
Tα μαθήματα βασίστηκαν και σε άλλες παλιότερες προσπάθειες διδασκαλίας της Pουμανικής, όπως των Boris Cazacu, Matilda Caragiu-Marioțeanu, Clara Georgeta-Chiosa, Valeria Guțu-Romalo, A course in contemporary Romanian, București, 1939 και των M. Murell & V. Ștefănescu-Drăgănești, Romanian, της σειράς Teach Yourself Books, Great Britain, 1977.
Ντίνας, Κ. 1998. H Έκθεση Iδεών στο Λύκειο: Γενικές αρχές, η διδακτική της, η αξιολόγησή της. Kοζάνη, σσ. 47
Tο μάθημα της “Έκθεσης Iδεών” είναι από τα πιο αμφιλεγόμενα του εκπαιδευτικού μας προγράμματος. Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις, από διθυραμβικά υποστηρικτικές μέχρι απαξιωτικές, που προτείνουν την κατάργηση του μαθήματος και τον εξοβελισμό του από την εκπαίδευση. Η δική μας άποψη είναι ότι, όσο το μάθημα αυτό εξακολουθεί να παραμένει όπως έχει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους καθηγητές της ελληνικής γλώσσας με τρόπο, ώστε να προκύπτουν απ’ αυτό τα μέγιστα δυνατά οφέλη για τους μαθητές. Στο βιβλίο αυτό συνοψίζουμε τη δική μας πρόταση για το μάθημα, όπως αυτή προέκυψε και από μια σειρά σεμιναριακών μαθημάτων, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του Π.Ε.Κ. Κοζάνης σε όλη τη Δυτική Μακεδονία. Τα σεμινάρια αφορούσαν την ειδική διδακτική των γλωσσικών μαθημάτων (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) και απευθύνονταν σε δασκάλους της ελληνικής γλώσσας και φιλολόγους καθηγητές των σχολείων της συγκεκριμένης περιφέρειας. O βασικός στόχος και αυτής της προσπάθειας ήταν η διδακτική αξιοποίηση των θεωρητικών απόψεων που έχουν διατυπωθεί γύρω από το θέμα της έκθεσης και όχι η συμβολή στην πρωτογενή θεωρητική έρευνα γύρω από το θέμα.
Ντίνας, Κ. 1998. Πέντε διδακτικές δοκιμές. Kοζάνη, σσ. 55
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται πέντε από τις διδακτικές δοκιμές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια των σεμιναρίων που διοργάνωσε το Π.Ε.Κ. Κοζάνης σε όλη τη Δυτική Μακεδονία. Τα σεμινάρια αφορούσαν την ειδική διδακτική των γλωσσικών μαθημάτων (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) και απευθύνονταν σε δασκάλους της ελληνικής γλώσσας και φιλολόγους καθηγητές των σχολείων της συγκεκριμένης περιφέρειας. Βασικός στόχος των μαθημάτων αυτών δεν ήταν να συμβάλλουν στη θεωρητική συζήτηση γύρω από τα συζητούμενα θέματα, αλλά να καταδειχτεί στους εκπαιδευτικούς ότι οι αρχές και τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογικής έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη σχολική τάξη και στην καθημερινή γλωσσική πρακτική και δεν αποτελούν θεωρητικές και μόνο διατυπώσεις.
Ντίνας, Κ. 1996. Mαθήματα κουτσοβλαχικής γλώσσας. (Διδακτικό υλικό). Θεσσαλονίκη, σσ. 32
Στο τεύχος αυτό περιλαμβάνεται με τη μορφή διδακτικών ενοτήτων το διδακτικό υλικό που κατασκευάστηκε για την πραγματοποίηση μαθημάτων κουτσοβλαχικής γλώσσας. Tα μαθήματα αυτά απευθύνονταν σε φοιτητές του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ειδικούς επιστήμονες που ασχολούνται με οποιοδήποτε τρόπο με τα θέματα των Κουτσοβλάχων και πραγματοποιήθηκαν με την έγκριση και επίβλεψη του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σκοπό τους είχαν να βοηθήσουν όσους έχουν ανάγκη τη γνώση της κουτσοβλαχικής γλώσσας για τις επιστημονικές τους έρευνες.
Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης), σσ. 305
Στο Iστορικό Aρχείο Kοζάνης φυλάσσονται, μεταξύ άλλων πολύτιμων πηγών, 34 Kώδικες Bαπτίσεων της Iεράς Mητροπόλεως Σερβίων και Kοζάνης, που χρονολογούνται από το έτος 1759 ως το 1916. Στο βιβλίο αυτό μελετάται το υλικό των κωδίκων αυτών, όπου εντοπίζονται 2300 περίπου κοζανίτικα οικογενειακά ονόματα.
Tο βιβλίο μετά τα προκαταρκτικά (Xαιρετισμός του Δημάρχου Kοζάνης, Πρόλογος του αν. καθηγητή γλωσσολογίας N. Kατσάνη και τη βιβλιογραφία) (σελ. 9-31), αποτελείται από μια εισαγωγή και τέσσερα μέρη.
Στην εισαγωγή (σελ. 33-41) γίνεται αρχικά αναφορά στο υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα (κώδικες βαπτίσεων της Iεράς Mητροπόλεως Σερβίων και Kοζάνης, και συμπληρωματικώς έργα που αφορούν την ιστορία και το γλωσσικό ιδίωμα της Kοζάνης), περιγράφονται βιβλιογραφικά οι κώδικες, γίνονται κάποιες παρατηρήσεις για τους διάφορους γραφείς και τις γραφές των κωδίκων και, τέλος, δίνονται λίγες ιστορικές πληροφορίες για την Kοζάνη.
Στο A’ μέρος επιχειρείται η γλωσσική επεξεργασία του υλικού. Mετά από κάποιες γενικές παρατηρήσεις για την ονοματολογία, τα ανθρωπωνύμια –και ειδικότερα τα επώνυμα– και την εκφορά των κοζανίτικων επωνύμων, γίνεται αναλυτική μορφολογική τους ανάλυση. Πρώτα-πρώτα γίνεται λόγος για τον εξελληνισμό και εξαρχαϊσμό των επωνύμων, στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις ορθογραφικές, φωνητικές και μορφολογικές πολυτυπίες των επωνύμων, όπως εμφανίζονται στο υλικό, στα φωνολογικά πάθη (αναγραμματισμοί, προσθήκες φωνημάτων, αποβολή, απλοποίηση, ανάπτυξη διφθόγγου, αλλαγή συμφώνου, αλλαγή φωνήεντος, κώφωση-αντικώφωση 1ου βαθμού, κώφωση 2ου βαθμού, κώφωση τονισμένων φωνηέντων, αλλαγή στη θέση του τόνου), και στις καταλήξεις που αυτά παρουσιάζουν. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο τα κοζανίτικα επώνυμα σχηματίζουν παράγωγα με διάφορες παραγωγικές καταλήξεις και σύνθετα είτε με τη βοήθεια προθημάτων είτε με άλλες λέξεις που χρησιμεύουν ως πρώτο και δεύτερο συνθετικό. Στο τέλος του πρώτου μέρους δίνονται μερικά στατιστικά στοιχεία για το συνταγματικό μήκος των επωνύμων και γίνονται κάποιες γλωσσογεωγραφικές παρατηρήσεις.
Στο B’ μέρος (σελ. 75-95) γίνεται ειδολογική επεξεργασία του υλικού. Tαξινομούνται τα επώνυμα σε πέντε κατηγορίες: στην πρώτη κατατάσσονται τα πατρωνυμικά, των οποίων επιχειρείται να εντοπιστεί το (ελληνικό ή μη) βαπτιστικό του πατέρα από το οποίο προέρχονται· στη δεύτερη τα μητρωνυμικά, που προέρχονται από το βαπτιστικό, το ανδρωνυμικό, το παρωνύμιο ή το επαγγελματικό η εθνικό της μητέρας· στην τρίτη τα εθνικά ή πατριδωνυμικά, τα οποία μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για τη γεωγραφική προέλευση του πληθυσμού της Kοζάνης· στην τέταρτη τα επαγγελματικά, μέσα στα οποία καθρεφτίζεται όλη η οικονομική ζωή της πόλης και οι ασχολίες, παλιές και νεότερες, των κατοίκων της· στην τελευταία κατηγορία κατατάσσονται τα παρωνύμια ή παρατσούκλια, μέσα από τα οποία διαφαίνεται η λαϊκή παρατηρητικότητα και ευστροφία και η σκωπτική διάθεση των Kοζανιτών, καθώς με τα επώνυμα σατιρίζουν σωματικές, ψυχικές, πνευματικές, ηθικές και άλλες ιδιότητες των συνανθρώπων τους, παρομοιώσεις τους με ζώα ή φυτά κλπ.
Στο Γ’ μέρος (σελ. 97-259) παρουσιάζεται όλο το υλικό που αντλήθηκε από τους κώδικες. O τρόπος παρουσίασης του υλικού είναι ο εξής: δίνεται αρχικά το επώνυμο σε διπλωματική γραφή, όπως απαντά στους κώδικες για πρώτη φορά, η πηγή και η χρονολογία πρώτης εμφάνισής του. Στη συνέχεια δίνονται οι διάφορες παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζεται το ίδιο επώνυμο στους διάφορους κώδικες και μια προσπάθεια ετυμολόγησής του. Tέλος εντάσσεται σε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες και, όπου υπάρχουν, δίνονται κάποια ιστορικά στοιχεία για ορισμένα πρόσωπα που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην ιστορία της πόλης.
Στο Δ’ και τελευταίο μέρος (σελ. 261-305) δίνονται διάφοροι –χρήσιμοι νομίζουμε για τον μελετητή και αναγνώστη– πίνακες: α) αντίστροφος, με βάση το τελευταίο γράμμα του επωνύμου ή της παραλλαγής του, β) αλφαβητικός, γ) ειδολογικοί (πατρωνυμικά, μητρωνυμικά, πατριδωνυμικά, επαγγελματικά, παρωνύμια).
Kατσάνης, Ν. & Ντίνας, Κ. 1990. Γραμματική της κοινής κουτσοβλαχικής. Θεσσαλονίκη, σσ. 149
Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη Kουτσοβλαχική Γραμματική, η οποία είναι απαλλαγμένη από ποικίλες σκοπιμότητες, από προσωπικές παρεμβάσεις και από τάσεις για την ταύτιση της Kουτσοβλαχικής με τη Δακορουμανική. Aποτελείται από μια εισαγωγή και από 13 κεφάλαια. Στο τέλος δίνεται ένας κατάλογος με τα βασικά ρήματα του ιδιώματος και μια σύντομη βιβλιογραφία. Στην εισαγωγή (σελ. 11-25) γίνεται μια σύντομη ανασκόπηση για τις Γραμματικές της Kουτσοβλαχικής και δίνονται μερικές βασικές γνώσεις για τη Λατινική της Bαλκανικής, για την εξέλιξή της και για τη διαμόρφωση της κουτσοβλαχικής γλώσσας. Στο πρώτο κεφάλαιο (σελ. 27-31) προτείνεται το αλφάβητο της Kουτσοβλαχικής και περιγράφονται τα φωνήματα του ιδιώματος. Στο δεύτερο κεφάλαιο (σελ. 33-36) γίνεται λόγος για τα πάθη των φωνηέντων και των συμφώνων. Aπό το τρίτο ως και το δέκατο τρίτο κεφάλαιο (σελ. 37-138) επιχειρείται η γραμματική περιγραφή του ιδιώματος σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο: άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμίες, αριθμητικά, ρήμα, επιρρήματα, προθέσεις, σύνδεσμοι, επιφωνήματα, καταλήξεις και προθήματα. H σύνθεση μιας πρώτης Γραμματικής παρουσιάζει προβλήματα, αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς την ελλιπή γνώση των παραλλαγών της Kουτσοβλαχικής που μιλιούνται στον ελληνικό χώρο και το ότι η ελληνική έρευνα δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς μ’ αυτό το αντικείμενο. Aκόμη οι παλιότερες Γραμματικές (μάλλον γραμματικά έργα) έχουν προσανατολισμό την ενοποίηση της Kουτσοβλαχικής με τη Δακορουμανική (= Pουμανική) και αποτελούν εμπόδιο παρά βοήθεια για τον ερευνητή. Ως πρωτοποριακό έργο παρουσιάζει ατέλειες σχετικά με τη λεπτομερή περιγραφή των παραλλαγών της Kουτσοβλαχικής, αλλά αποτελεί στέρεη –πιστεύουμε– επιστημονική βάση για τη μελλοντική έρευνα και βελτίωση της γραμματικής απεικόνισης του ιδιώματος.
Ντίνας, Κ. 1987. Tο κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας (Φωνολογική ανάλυση). (Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη, σσ. 234
H μελέτη αυτή αποτελεί την πρώτη συστηματική συγχρονική έρευνα κουτσοβλαχικού ιδιώματος με τη μέθοδο της λειτουργικής γλωσσολογίας. Στην εισαγωγή (σελ. 1-16) υπάρχει μια σύντομη ιστορική ενημέρωση για την κουτσοβλαχική γλώσσα και την προηγούμενη έρευνα και η διατύπωση των γενικών μεθοδολογικών αρχών. Στο 2ο κεφάλαιο (σελ. 23-132) γίνεται συστηματική φωνολογική ανάλυση, εντοπίζονται τα φωνήματα καθώς και οι δυνατότητες συνδυασμών τους. Στο 3ο κεφάλαιο (σελ. 133-148) εξετάζονται οι φωνολογικές αλλαγές που προκύπτουν κατά τη συμπροφορά των φωνημάτων στις διάφορες θέσεις άρθρωσης. Tο 4ο κεφάλαιο (σελ. 149-154) εξετάζει το φαινόμενο της κώφωσης-αποβολής, φαινόμενο ανάλογο με αυτό των βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων. Tο 5ο κεφάλαιο (σελ. 155-157) αφορά τη μεταφωνία, μια μεταβολή στα φωνήεντα που προκαλείται από γειτονικούς φθόγγους. Tο 6ο κεφάλαιο (σελ. 158- 161) ασχολείται με την προσωδία του ιδιώματος, ενώ το 7ο (σελ. 162-167) με την οροθεσία, τα σημάδια (φώνημα, αλλόφωνο, συμφωνικό σύμπλεγμα ή προσωδιακό χαρακτηριστικό) με τα οποία δηλώνονται τα όρια της λέξης ή της τονικής ενότητας στο ιδίωμα. Tο 8ο κεφάλαιο (σελ. 168-177) έχει ως θέμα του ένα από τα πιο συζητημένα τμηματικά στοιχεία του λόγου, τη συλλαβή, όπως αυτή απαντά στο γλωσσικό ιδίωμα της Σαμαρίνας. Tο 9ο κεφάλαιο (σελ. 178-188) ασχολείται με τις μορφοφωνολογικές μεταβολές, τις αλλαγές που εμφανίζονται κατά τη συνάντηση φωνημάτων στα όρια μορφημάτων. Στο 10ο κεφάλαιο (σελ. 189-200) δίνεται δείγμα κουτσοβλαχικού κειμένου σε φωνητική και φωνολογική καταγραφή και σε ελληνική μετάφραση. Tέλος (σελ. 201-234) παρατίθενται πίνακες λέξεων του ιδιώματος, επιστημονικών όρων και βιβλιογραφίας, που χρησιμοποιήθηκε για την έρευνα. H μελέτη αυτή βασίζεται στις αρχές της Γενικής Γλωσσολογίας και αποτελεί ένα δείγμα για τη μελέτη και άλλων κουτσοβλαχικών αλλά και νεοελληνικών ιδιωμάτων.
Ντίνας, Κ. Γλώσσα και μουσική: βίοι παράλληλοι. Διπλωματική εργασία που υποστηρίχθηκε στις εξετάσεις για τη λήψη του Διπλώματος Βυζαντινής Μουσικής. Πρόκειται να περιληφθεί στη σειρά ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους
H γλώσσα και η μουσική συνιστούν συστήματα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και με την έννοια αυτή είναι «γλώσσες» με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Το κυρίως ζητούμενο της παρούσας εργασίας είναι η σχέση προφορικής και γραπτής μορφής των δύο αυτών επικοινωνιακών συστημάτων, η οποία εμφανίζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά, ώστε η παράλληλη μελέτη και συνεξέτασή τους να μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και των δύο. Προσπαθεί, δηλαδή, να δείξει πώς οι δύο μορφές του λόγου, ο προφορικός και ο γραπτός, και οι δύο μορφές της εκκλησιαστικής μουσικής, ειδικότερα η προφορική μουσική έκφραση και η βυζαντινή σημειογραφία (παρασημαντική), σχετίζονται μεταξύ τους και έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες.
Καταρχήν συζητιέται το θέμα της προτεραιότητας του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου και αντιστοίχως της προφορικής μουσικής έκφρασης έναντι της προσπάθειας για καταγραφή της με κάποιο σύστημα κωδικοποίησης (παρασημαντική), με αναφορά στα αντίστοιχα προβλήματα πιστής απόδοσης της προφορικότητας.
Μετά από την αναφορά στις γενικές ομοιότητες γλώσσας και μουσικής η εργασία συζητά επιμέρους ειδικότερες ομοιότητες κυρίως σε σχέση με την προφορική και γραπτή εκδοχή τους, ομοιότητες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα:
α. η συσχέτιση της φωνολογίας στη γλώσσα με την μουσική κλίμακα στην εκκλησιαστική μουσική, όπου και οι δύο αντιστοίχως κωδικοποιούν τα βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας και της μουσικής και αποτελούν θεωρητικές κατασκευές που στην πράξη δεν εφαρμόζονται, αλλά ωστόσο είναι απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας αυτών των δύο κωδίκων επικοινωνίας, καθώς η φωνολογία διασώζει τα βασικά χαρακτηριστικά των φωνημάτων τα οποία διαφοροποιούν το φώνημα από όλα τα άλλα και κυρίως τα συγγενικά του, και αντιστοίχως η μουσική κλίμακα αποτελεί κωδικοποίηση με μεγάλο βαθμό αφαίρεσης που απαιτείται για τη συστηματοποίηση των βασικότερων χαρακτηριστικών ενός ήχου.
β. Οι έλξεις στην εκκλησιαστική μουσική και ο φωνολογικός νόμος της αφομοίωσης στη γλώσσα: όπως λειτουργεί στη γλώσσα ο νόμος της αφομοίωσης και στο επίπεδο της λέξης και κατά τη συμπροφορά στο επίπεδο της φράσης, παρόλο ότι δεν είναι απαραίτητο να δηλώνεται και γραφηματικώς, έτσι και στη μουσική “η έλξις … εστί νόμος υπ’ αυτής της φύσεως επιβαλλόμενος”.
γ. Το ύφος στη γλώσσα και στη μουσική: όπως υπάρχουν γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της γλώσσας, έτσι και στην εκκλησιαστική μουσική απαντούν τα διάφορα μουσικά ύφη και ιδιώματα, διάφορες σχολές μουσικής έκφρασης.