Η παραδοσιακή μέθοδος διδασκαλίας της γλώσσας, καθώς θεωρούσε τα κείμενα των «δόκιμων» συγγραφέων πρότυπα ορθής χρήσης της γλώσσας, προέκρινε τη σχεδόν αποκλειστική χρήση τους στο γλωσσικό μάθημα. Αυτή η μέθοδος χαρακτήριζε εν πολλοίς και τα γλωσσικά βιβλία που μέχρι το 2006 διδάσκονταν στο δημοτικό σχολειό, αν και είχαν συγγραφεί στη βάση ενός δομιστικού και εν μέρει επικοινωνιακού αναλυτικού προγράμματος. Με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών του 2003 επιχειρείται η αλλαγή της παραπάνω μεθόδου, εφόσον η διδασκαλία ποικίλων κειμενικών ειδών βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της γλωσσικής διδασκαλίας. Τα γλωσσικά εγχειρίδια που υλοποιούν το συγκεκριμένο πρόγραμμα περιλαμβάνουν και λογοτεχνικά κείμενα ―αλλά όχι αποκλειστικά. Η ποσότητα και η διδακτική αξιοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων στα βιβλία αυτά έχουν αποτελέσει θέμα επιστημονικής συζήτησης: από τη μια μεριά κάποιοι διαπιστώνουν ανεπάρκεια λογοτεχνικών κειμένων ενώ κάποιοι άλλοι κάνουν λόγο για ισορροπία κειμενικών ειδών. Η έρευνά μας επιχειρεί να καταγράψει τα λογοτεχνικά κείμενα των βιβλίων των τεσσάρων μεγαλυτέρων τάξεων του δημοτικού, με σκοπό να συμβάλει στη συζήτηση που έχει ανοίξει για τη θέση και τη λειτουργία τους στο γλωσσικό μάθημα. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζουμε ποια και πόσα λογοτεχνικά κείμενα υπάρχουν στα νέα βιβλία, σε ποιο κειμενικό είδος ανήκουν, τι θέση έχουν στα βιβλία, ποιο είναι το μέγεθός τους, ο συγγραφέας τους και πλήθος άλλων βιβλιογραφικών στοιχείων, καθώς και πώς αξιοποιούνται διδακτικά. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι περίπου ένα στα τρία κείμενα των βιβλίων είναι λογοτεχνικό, τα περισσότερα κατατάσσονται στον αναφορικό λόγο και αξιοποιούνται για τη διδασκαλία τόσο των κειμενικών ειδών όσο και της γραμματικής δομής.
Τα λογοτεχνικά κείμενα στη διδασκαλία
Πρακτικά Συνεδρίου (ανάκτηση 8/1/2016)