Τα διδακτικά βιβλία στη χώρα μας θεωρούνται βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των σκοπών της εκπαίδευσης και συγγράφονται υποχρεωτικά σύμφωνα με τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ). Η διαπίστωση, συνεπώς, του βαθμού στον οποίο υλοποιούν και συντονίζονται τα διδακτικά εγχειρίδια με τα ΑΠΣ είναι καίριας σημασίας καθώς τυχόν «αντιφάσεις, ανακολουθίες και ασυνέχειες» μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας θεωρούνται σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας στην επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων που θέτει η επίσημη Πολιτεία. Επιπλέον, αν λάβει κανείς υπόψη του τον κεντρικό ρόλο που κατέχει στη διδασκαλία η χρήση των σχολικών βιβλίων, διεθνώς και ειδικά στη χώρα μας, την εμμονή εκπαιδευτικών και μαθητών στην «εξάντληση της διδακτέας ύλης», στη σχολαστική διδασκαλία όλων των ενοτήτων και ασκήσεων των βιβλίων αυτών και στην απομνημόνευση ολόκληρων χωρίων τους ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία στο σχολείο και την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, πρέπει να θεωρήσει περίπου ως υποχρεωτική την αξιολόγησή τους από την εκπαιδευτική κοινότητα ως μέσων διδασκαλίας.
Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός της μαζικής αντικατάστασης σχεδόν όλων των διδακτικών βιβλίων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας, σταδιακά μετά το 2006 η έρευνα των βιβλίων αυτών αποκτά και ένα εξαιρετικά επίκαιρο και επείγοντα χαρακτήρα.
Το κρίσιμο πρόβλημα που καλείται να επιλύσει ο ερευνητής προκειμένου να αποφανθεί για τη συνάφεια ΑΠΣ και διδακτικών βιβλίων είναι πώς μπορεί να διαπιστωθεί, να μετρηθεί και να αξιολογηθεί ο βαθμός αυτής της συνάφειας με τρόπο έγκυρο, αξιόπιστο και αντικειμενικό. Με σκοπό να απαντήσουμε στο πρόβλημα αυτό, δομήσαμε και παρουσιάζουμε στην εισήγηση που ακολουθεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο για τον έλεγχο και την αξιολόγηση της συνάφειας μεταξύ των διδακτικών εγχειριδίων [Βιβλία του Μαθητή (ΒΜ) και Τετράδια Εργασιών (ΤΕ)] για το γλωσσικό μάθημα στις τέσσερις μεγαλύτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου (Γ΄, Δ΄, Ε΄& ΣΤ΄) και του αντίστοιχου ΔΕΠΠΣ και ΑΠΣ για το γλωσσικό μάθημα.