εκπαιδευτικό έργο

αόρατες πόλεις

Οι Αόρατες Πόλεις ήταν μια εκπαιδευτική δράση που αναπτύχθηκε από την Ομάδα Εικαστικής Αναζήτησης του Εργαστηρίου Τέχνης Χαλκίδας από το Σεπτέμβριο 1999 έως το Νοέμβριο 2001, οπότε και παρουσιάστηκε το  τελικό αποτέλεσμα στο Φρούριο Καράμπαμπα της Χαλκίδας. Την έκθεση συνόδευε το παρακάτω κείμενο:

Η ιδέα για την πρώτη προσπάθεια του Τμήματος Ενηλίκων του Εργαστηρίου Τέχνης Χαλκίδας άρχισε να σχηματίζεται το 1999 με σκέψεις γύρω από το ποιο θα έπρεπε να είναι το βήμα που θα ενεργοποιούσε μια δημιουργική προσέγγιση της εικαστικής διαδικασίας. Αρχικά δημιουργήθηκε, από όσους ενδιαφέρθηκαν να συμμετάσχουν, μια Ομάδα Εικαστικής Αναζήτησης, στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα αργότερα. Η προσπάθεια της Ομάδας Εικαστικής Αναζήτησης εστιάστηκε γύρω από ένα κείμενο του Ίταλο Καλβίνο, το βιβλίο Αόρατες Πόλεις (1) και υπήρξε η διάθεση να κατασκευαστούν έργα που θα δίνουν εικαστικό χαρακτήρα σε ένα κείμενο,  δίχως να το εικονογραφούν, αλλά αναδεικνύοντας τα εικαστικά του στοιχεία. Γιατί οι Αόρατες Πόλεις; Πρώτα απ' όλα επειδή είναι ένα βιβλίο με το οποίο έχω ισχυρή συναισθηματική σχέση, αφού είναι ένα κείμενο που είχε εντυπωθεί στον κόσμο μου. Και μου είχε εντυπωθεί όχι μόνο για τις περιγραφές, τις εικόνες του, αλλά κυρίως για τη δομή του. Μια δομή που ουσιαστικά δεν είχε κάποιο κεντρικό άξονα, αλλά αποτελούνταν από μικρά επεισόδια-περιγραφές αυτόνομες και ταυτόχρονα προσαρμοσμένες στο όλον. Αυτό μου φαινόταν εξαιρετικά ενδιαφέρον, διότι αντιδρώντας στις μεγάλες μονολιθικές επιφάνειες των σύγχρονων εικαστικών έργων  θεωρούσα ότι η κατασκευή μιας αφήγησης που κτίζεται με λεπτομέρειες είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό εγχείρημα. Σκεφτόμουν την πρώτη μου εικαστική αγάπη, τον Ιερώνυμο Μπος και όλες τις άπειρες λεπτομέρειες που συνθέτουν τη συνολική του αφήγηση, και κάπου θεώρησα ότι οι Αόρατες Πόλεις θα μπορούσαν να κτίσουν αυτή την αφήγηση με ένα τελείως καινούργιο και ριζοσπαστικό τρόπο. Η λεπτομέρεια έχει χαθεί από το σύγχρονο εικαστικό τοπίο και η ανάκτησή της αποτελεί από μόνη της ένα σημαντικό εικαστικό εγχείρημα. Σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να βοηθήσει μια προσέγγιση που θα έλεγε ότι οι εμμονές του παρελθόντος πρέπει να καταστούν οι λεπτομέρειες του μέλλοντος. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, δημιουργήθηκε μια δυναμική όπου οι επτά που συμμετείχαν σχημάτισαν μια κίνηση που σκοπό είχε να αναπτύξει μια αντιμετώπιση του θέματος που έκτιζε μια σχέση με το μύθο και τη μορφή. Οι Αόρατες Πόλεις λειτούργησαν ως το όχημα που κτίζει τις ιδέες και σχηματίζει τους προορισμούς. 

        Οι Αόρατες Πόλεις είναι ένα κείμενο του Ίταλο Καλβίνο στο οποίο ο  Μάρκο Πόλο περιγράφει στον αυτοκράτορα των Τατάρων, τον Κουμπλάι Χαν, τις πόλεις της αυτοκρατορίας του. Ο Μεγάλος Χαν, μην μπορώντας να γνωρίσει όλες τις πόλεις που έχει κατακτήσει, ζητά από το Μάρκο Πόλο να ταξιδέψει και να τις περιγράψει. Το βιβλίο αποτελείται από περιγραφές πενήντα πέντε πόλεων.

        Οι Αόρατες Πόλεις είναι ο θρίαμβος της υποκειμενικότητας της αφήγησης. Οι περιγραφές των πόλεων από το Μάρκο Πόλο είναι τόσο παράδοξες που δεν γνωρίζουμε αν οι πόλεις που περιγράφονται είναι πραγματικές. Δεν μας επιτρέπει ο Καλβίνο να ξεχωρίσουμε αν οι πόλεις του Μάρκο Πόλο είναι γέννημα της φαντασίας του ή αν είναι αντικειμενικές καταγραφές της εντύπωσης που του προκάλεσαν. Τα ονόματα των πόλεων είναι παράδοξα ελληνικά και ελληνίζοντα ονόματα, όπως Ερσίλια, Αγλαύρα, Ολίντα ή Πενθεσίλια. Κάθε πόλη σχηματίζεται από τις δραστηριότητες των κατοίκων της, τη σχέση τους με το τοπίο και τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι συναλλάσσονται μεταξύ τους. Οι πόλεις είναι αυτοδύναμοι οργανισμοί, τοποθετημένοι στο πουθενά, δεν σχετίζονται με καμία άλλη πόλη, αλλά λειτουργούν ως απολύτως αυτόνομοι οργανισμοί. Η λανθάνουσα σχέση ανάμεσα στην αφήγηση και την πραγματικότητα, είναι που μας οδήγησε στο να ασχοληθούμε με τις Αόρατες Πόλεις. Θελήσαμε να βρεθούμε κάπου στη μέση, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αφήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε μια τρίτη εκδοχή, πέρα από εκείνη του Μάρκο Πόλο ή του Καλβίνο, δημιουργήθηκε η εκδοχή της ατομικής μας ερμηνείας. Η διαδικασία ξεκίνησε με την επιλογή μιας πόλης από τον κάθε συμμετέχοντα. Το κάθε έργο-πόλη θεωρήθηκε ως ένα μικρό επεισόδιο που συνδέεται με τα άλλα μικρά επεισόδια που είναι οι άλλες πόλεις. Όλες οι πόλεις μαζί σχηματίζουν την τελική εικόνα-εντύπωση, που δεν είναι άλλη από τις πολύπλοκες σχέσεις μικρών υποκειμενικών κόσμων. Με αυτόν τον τρόπο, μπορέσαμε να αναζητήσουμε τη σχέση του μερικού με το συνολικό και αντιμετωπίσαμε την τελική έκθεση σαν ένα έργο που εξετάζει την ισορροπία ανάμεσα στη λεπτομέρεια και το όλο.

        Μια από τις σημαντικές εμπειρίες  που αποκόμισαν όσοι συμμετείχαν κατά την εξέλιξη του έργου  ήταν ότι η αναζήτηση υλικών οδήγησε στην ανακάλυψη της πόλης της Χαλκίδας. Ή μάλλον κάποιες άλλες όψεις της πόλης της Χαλκίδας. Όχι το σαλόνι της πόλης αλλά την πίσω της αυλή. Αυτό που ο Springsteen θα ονόμαζε Badlands. Εκεί όπου αναζητήσαμε τα υλικά για να φτιάξουμε τις Αόρατες Πόλεις ανακαλύψαμε και μια άλλη Χαλκίδα. Τη Χαλκίδα των εργοστάσιων που εκτείνονται σε όλη την περιοχή από τη Νέα Λάμψακο ως τα Χάλια και από τα περίχωρα της Αυλίδας ως τα Οινόφυτα και τον Αυλώνα.

        Αναζητώντας τα υλικά συγκεντρώσαμε μια απίθανη ποσότητα από παράταιρα αντικείμενα και  ύλες: σιδερικά, υπολείμματα από πλαστικά φύλλα από τα οποία φτιάχνουν σαγιονάρες, καλώδια, μεταλλικά φύλλα που χρησιμοποιούνται για να κατασκευαστούν διακόπτες, μονωτήρες ακόμα και τηλεφωνικές συσκευές από την αποθήκη του ΟΤΕ, ξύλα από τη ΝΕΟΣΕΤ, δίσκους φρένων από ένα συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων, χαρτόνια από το εργοστάσιο κατασκευής χαρτόκουτων των αδερφών Γιαζιτζόγλου στα Οινόφυτα, τελάρα από το εργοστάσιο του Αντωνιάδη στον Αυλώνα. Όλα αυτά τα δεκάδες υλικά ήρθαν να προστεθούν στις εκατοντάδες των πρώτων υλών που βρήκαμε στους δρόμους της Χαλκίδας, σουμιέδες, πλαστικά παιχνίδια, εξαρτήματα κάθε είδους και γενικά ό,τι μπορεί να βρει κάποιος στα υπόλοιπα μιας πόλης. Πολλά, τα περισσότερα από αυτά τα υλικά πετάχτηκαν χωρίς καν να χρησιμοποιηθούν αλλά ήταν χρήσιμα γιατί έδωσαν μια ολοκληρωμένη αίσθηση της πόλης και μπόρεσε έτσι να υπάρξει μια πληθώρα πιθανών επιλογών.

        Ταυτόχρονα φτιάξαμε μια άλλη Αόρατη Πόλη μέσα από τα υλικά της Χαλκίδας, τα υπόλοιπα που δεν τα χρειάζεται μια πόλη, αυτά που τα έχει για πέταμα. Κατά κάποιο τρόπο φτιάξαμε μια Μοριάνα, μια εκδοχή πόλης όπου η μετάβαση από το πλούσιο και το πληθωρικό στο ευτελές και το ελάχιστο είναι άμεση και διαρκής. Το έργο που θέλαμε να φτιάξουμε έγινε μια αφορμή για να ανοιχτούν μπροστά μας άλλες εκδοχές προσέγγισης της πόλης όπου ζούμε, της πόλης της Χαλκίδας.
Επιστέγασμα ήταν η ανακάλυψη μιας ακόμα δεύτερης άλλης Χαλκίδας. Ήταν η Χαλκίδα που προέκυψε από το μέρος όπου έγινε η έκθεση· στον προμαχώνα του φρούριου Καράμπαμπα. Ο προμαχώνας, αυτός ο απρόσμενος πολυγωνικός χώρος στο πάνω μέρος του φρούριου με τις κρυμμένες του γωνιές, τα τεράστια παράθυρα, τις όμορφες λιθοδομές, τις τυφλές σκάλες, την κυκλική διαδρομή των εξήντα μέτρων, τους βράχους που τρυπάν το πάτωμα και εξέχουν μέσα από το δάπεδο, τα χοντρά ξύλινα δοκάρια της οροφής, είναι ένας χώρος που μας περίμενε θα έλεγε κανείς για να υποδεχτεί τις πόλεις μας. Το παλιό κάστρο που δεσπόζει πάνω από τον πορθμό, φόβητρο για όσους θα ήθελαν να κατακτήσουν την πόλη, έγινε η κιβωτός που δέχτηκε επτά - τόσες πόλεις που κάθε μια θα φωλιάσει σε μια γωνιά ιστορικής παρουσίας.

        Οι Αόρατες Πόλεις που φτιάξαμε μας βοήθησαν να ανακαλύψουμε τουλάχιστον άλλες δύο Χαλκίδες, άλλες δύο Αόρατες Χαλκίδες. Δίπλα στη Μοριάνα, την Ευσαπία, την Εσμεράλδα, τη Ζηνοβία, τη Φεδώρα, την Ισαύρα και την Οκταβία κατασκευάσαμε, έστω και νοητά τη Χαλκίδα των Υλικών και τη Χαλκίδα της Ιστορικής Παρουσίας.

        Τα βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο Αόρατες Πόλεις είναι ένα κείμενο που επανέρχεται επίμονα σαν μια μόνιμη αναφορά στις σκέψεις μου και στον τρόπο που αντιμετωπίζω εικαστικά τη ζωή. Από την πρώτη στιγμή που μου χάρισε το βιβλίο ο φίλος μου Γιάννης Ζουμής, ήδη το 1988, με συνόδευσε ασταμάτητα  και με επιμονή θα έλεγε κανείς. Κι όταν ένα κείμενο συνοδεύει κάποιον για χρόνια, οι λόγοι δεν μπορεί να έχουν να κάνουν μόνο με την όποια αισθητική ή άλλη λογοτεχνική αξία του έργου. Το κείμενο αποκτά μια αξία που ξεπερνά τη φόρμα του και γίνεται ένα κλειδί ή μια εννοιολογική πυξίδα που κατευθύνει την πορεία μέσα στις αφιλόξενες διαδρομές της αναζήτησης.

        Αυτό έγινε πολλές φορές και με απρόβλεπτο θα έλεγε κανείς τρόπο. Όταν εκεί στις ξεχασμένες πλέον μέρες του βίαιου νεοεξπρεσιονισμού στις αρχές του '80, της απίστευτης  αυτής ψευδοϋποκειμενικότητας. Τότε που γιγαντώνονταν η επιφάνεια, οι Αόρατες Πόλεις έδειχναν την πραγματική υποκειμενικότητα. Τη στιγμή που μας επιτρεπόταν να έχουμε σαν υποκειμενικότητα μόνο τη υποκειμενικότητα που εκείνοι μας πρόβαλαν, οι Αόρατες Πόλεις μας κράτησαν στην υποκειμενικότητα που αξίζει: στην υποκειμενικότητα που προκύπτει από την αποδοχή της διαδικασίας. Την υποκειμενικότητα που κατασκευάζεται μέσα από το τοπίο, τις προθέσεις, την πορεία, το υλικό, την επικοινωνία, τη φθορά, την κοινωνική διαφορά, την εμμονή. Την υποκειμενικότητα που δεν χρειάζεται το μέγεθος, την κραυγή και το κολοσσιαίο για να της δικαιολογήσει την παρουσία της αλλά της αρκεί ο ψίθυρος για να υπάρξει. Την υποκειμενικότητα που προκύπτει από την επαφή με την πραγματικότητα και όχι από τη μεγαλομανή χρήση της εικόνας.

        Αργότερα, στα τέλη του '90, ήρθε η εποχή του ομοιώματος, του simulacrum. Τότε μας λέγαν ότι αυτό που ζούμε, ό,τι μας περιτριγυρίζει, ό,τι αγγίζουμε, ό,τι θεωρούμε βιωμένη εμπειρία δεν είναι  παρά ένα άυλο είδωλο, μια αντανάκλαση, μια προσομοίωση κι ότι αυτό που είμαστε, αυτά για τα οποίο ζούμε δεν τα προσδιορίζουν παρά μια σειρά από αντανακλάσεις που διαχέονται γύρω μας. Μας λέγαν ότι ήμασταν κάπως σαν τον Ορσον Ουέλς στην τελική σκηνή της Κυρίας της  Σαγκάης που βάζει τον ήρωά του να πυροβολεί μέσα σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες αναζητώντας ανάμεσα στα είδωλα το πραγματικό. Τότε οι Αόρατες Πόλεις ήρθαν για να δείξουν ότι όλα αυτά τα πολλαπλά επίπεδα από τις επιμέρους πραγματικότητες είναι δυνατόν να συνιστούν την τελική συνολική πραγματικότητα. Όλες αυτές οι πόλεις είναι η καθεμιά της και μια ισχυρή αυτόνομη πραγματικότητα με την αρχή και το τέλος της. Και καμιά από αυτές δεν είναι αντανάκλαση αλλά ξεφυτρώνει από τη γη και αναπτύσσεται από τις ανάγκες που την δημιούργησαν.

        Κατόπιν ήρθε η τωρινή εποχή, η εποχή  όπου η εικόνα επιτέθηκε και πάλι. Και επιτέθηκε ακόμα πιο βίαια παρά την πρώτη φορά. Δεν ήταν γιγαντιαία αυτή τη φορά, δεν ήταν η εικόνα ενός υποθετικού υποκειμενισμού. Ήταν η σαγηνευτική εικόνα της πραγματικότητας που ζούμε. Μιας πραγματικότητας που την προσδιορίζει αποκλειστικά και μόνο η εμπειρία του καθημερινού. Ή μάλλον όχι η εμπειρία αλλά οι εικόνες του καθημερινού. Και τότε τι μένει σε μας; Τι μένει στον κάθε ένα ξεχωριστά αν το μόνο αιτούμενο είναι το αναγνωρίσιμο και πέραν αυτού ουδέν; Αλήθεια, το Νέο δεν είναι παρά το τελευταίο προϊόν μιας κουλτούρας που δεν ζει παρά μόνο με τις ανακυκλώσεις της καθημερινότητας; Εκεί ήταν που οι Αόρατες Πόλεις μας έδειξαν και πάλι πως το Νέο είναι μόνο αυτό που σχετίζεται με την ανακάλυψη, και ανακάλυψη δεν είναι δυνατόν να υπάρξει παρά μόνο αν υπάρξει μια διαδρομή από το εδώ που ξέρω στο εκεί που δεν ξέρω. Κανείς δεν γνωρίζει πώς είναι η Ερσίλια, η Οκταβία, η Βερσαβέα, η Σωφρονία, η Αρμίλα ούτε καν το υποψιάζεται. Αν θέλει να τις γνωρίσει οφείλει να μεταβεί εκεί για να τις περιγράψει. Όλες αυτές οι πόλεις, η Ερσίλια, η Οκταβία, η Βερσαβέα, η Σωφρονία, η Αρμίλα, είναι το Νέο κι αυτό γιατί είναι οντότητες που υπάρχουν πέρα από το καθημερινό και το αναγνωρίσιμο.

        Το ύστερο σημείο όπου οι Αόρατες Πόλεις εμφανίστηκαν και πάλι, ήταν στη Χαλκίδα. Ήταν τότε που η κάθε πόλη ταυτίστηκε και με ένα πρόσωπο: η Γιούλη με τη Ζηνοβία (2), η Δήμητρα με τη Μοριάνα (3), η Ζωή με τη Φεδώρα (4), ο Κώστας με την Ευσαπία (5), η Πόπη με την Εσμεράλδα (6), η Βιβή με την Ζωβαΐδα (7), η Σοφία με την Ισαύρα (8), η Ελένη με την Οκταβία (9). Κι όλα αυτά έγιναν η πρόφαση για να διανύσουμε τις τρεις διαδρομές που μας είχαν απαγορευτεί: τη διαδρομή της υποκειμενικότητας, τη διαδρομή της αίσθησης του πραγματικού και τη διαδρομή του Νέου. Περπατώντας αυτές τις διαδρομές ανακαλύψαμε και τη δικιά μας Αόρατη Πόλη, τη Χαλκίδα. Τη Χαλκίδα της πλατείας Αγίου Δημητρίου, του Καράμπαμπα, του Άγιου Μηνά, του δρόμου για τη Λάμψακο, της Γλύφας, της Μέσα Παναγίτσας, της οδού Αβάντων, της Αυλίδας, του Χτυπά, του Μακρυμάλλη. Η ανάμνησή της θα μας συνοδεύει στα άλλα ταξίδια που θα κάνουμε, στα άλλα ημερολόγια που θα γράψουμε, στις άλλες διαδρομές που θα θελήσουμε να διανύσουμε. Και ποιος ξέρει; Ίσως το βιβλίο του Καλβίνο να μας είναι και πάλι χρήσιμο. Ίσως όμως και να παραμείνει μια ξεχασμένη πυξίδα ακουμπισμένη στο ράφι κάποιας βιβλιοθήκης, για να χρησιμοποιηθεί και πάλι όταν θα χρειαστεί να αποδείξουμε ξανά ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να ξεπηδά όταν δεν το περιμένουμε, όπου δεν το περιμένουμε, τη στιγμή που όλα φαίνονται χαμένα.

(1) Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, εκδ. Οδυσσέας,, Αθήνα, 1983.
(2) Γιούλη Ζέρβα
(3) Δήμητρα Ναλμπάντογλου
(4) Ζωή Νερούτσου
(5) Κώστας Παναγιώτου
(6) Πόπη Πολυκαρπίδου
(7) Βιβή Σκλιά
(8) Σοφία Χονδρογιάννη
(9) Ελένη Χριστούλια